< διακοσιαστός
διᾱκόσιοι >
διακοσιόδραχμος
,
-ου, ὁ
neutr. subst.
suma de doscientas dracmas
κεφάλαιον ... διακοσιοδράχμων
IG
1
3
.248.36 (Ramnunte V a.C.).