διακορής, -ές
1 completamente saciado, harto ref. a pers. y anim.
τρέφειν καὶ διακορεῖς ποιεῖνPl.Lg.810e,
ὑπὸ πλήθους ὧν ἐνεφορήσαντο διακορεῖςPh.1.388, cf. Plu.Lyc.15, gener. c. gen. de cosa
αὐτῶν (τῶν ποιημάτων)Pl.Lg.629b,
ὄψεών τε καὶ ὀσμῶνPh.2.479,
κρεῶνPlu.2.974c,
τοῦ χρήματοςMax.Tyr.1.6,
δ. μέθης οὖσαcompletamente borracha D.C.61.13.3,
λαμπρᾶς ... πομπῆςIul.Or.3.65d, cf. Poll.5.151
•tb. c. gen. de pers.
αὐτῶνAristid.Or.9.14, c. part.
διακορεῖς ἐγένοντο ὑβρίζοντεςAel.VH 9.8.
2 fig. de abstr. colmado, culminado
κίνησις δ. καὶ πλήρηςPlot.6.7.16, c. gen.
ἐν τῷ ὄντι ... ὡς ... διακορεῖ τοῦ εἶναι ὅ ἐστιDam.in Phlb.244
•fig. de pers. muy versado
τῶν φιλοσόφων λόγωνMarin.Procl.11, cf. Simp.in Cael.80.14.