διακορεύω
desvirgar, desflorar Meón a Criteide, Plu.Vit.Hom.A 2.2, Tereo a Filomela, Sch.Ar.Au.212e.β,
τὰ σώματαEpiph.Const.Haer.25.4.2,
τὰς παρθένουςPMasp.2.3.2 (VI d.C.), cf. Poll.3.42, Hsch., Sud., en v. pas.
γυναῖκα διακεκορευμένην πρὸς γάμον λαμβάνεινArtem.2.65, cf. Luc.DMeretr.11.2,
ταῖς ... διακεκορευμέναις καὶ μᾶλλον ταῖς προκεκυηκυίαιςen las no vírgenes y especialmente en las que ya han parido Sor.6.26
•excep. c. ac. de ‘la virginidad’
τὴν σὴν σεμνὴν καὶ ἀσφαλείαν παρθένειαν εὑρὼν διηκόρευσαPLond.1711.18 (VI d.C.).