διακλάω
• Morfología: [aor. part. διακλάσσας Il.5.216]
I tr.
1 partir en dos, partir
τόξα ... χερσὶ διακλάσσαςIl.l.c., cf. Q.S.10.107,
(ἄρτον)LXX La.4.4, esp. en la Eucaristía
ἄρτους διακλᾶνCyr.Al.Luc.1.70.17, en v. pas.
οἱ διακλώμενοι τῶν ἄρτωνD.S.17.41, cf. Chrys.M.61.200
•fig., del alma
τὴν αὐστηρὰν ἐκλύει ψυχὴν καὶ διακλᾷ καὶ διαχεῖChrys.M.63.206, cf. M.62.228.
2 refractar en v. pas.
διακλωμένας ... ἀκτίναςDamian.Opt.13.
II en v. med.-pas.
1 hacerse blando, muelle, flojo
ὄμμα διακεκλασμένονZeno Stoic.1.59,
ἀνὴρ διακλώμενοςafeminado D.Chr.33.60, cf. Luc.Demon.18, Gr.Nyss.Hom.in 1Cor.6.18 (p.215.16).
2 romperse
διακλώμενοι ῥυθμοίD.H.Dem.43.13.