διακείρω
• Morfología: [c. tm. Q.S.1.241, 616, 6.628]
I concr.
1 despojar en v. pas.
τὰ σκευάρια διακεκαρμένοςAr.V.1313.
2 cortar de un tajo, desgarrar
τένονταςA.R.1.430,
νεῦραD.H.14.10,
νῶτα βοείηςNonn.D.4.452,
φλέβαςQ.S.1.241, cf. ll.cc.,
στῖφοςOpp.H.4.482,
στεφάνην διέκερσεν ἀμφιβόλων ὀρέωνOpp.C.2.132, fig.
τὴν «τιθηνοκόμον καὶ κουροτρόφον» τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίανPall.V.Chrys.20.464
•destrozar
τάφονAP 8.245 (Gr.Naz.).
II fig. frustrar, anular
μήτε τις ἄρσην πειράτω διακέρσαι ἐμὸν ἔποςIl.8.8, cf. Hsch.