διακεχωρισμένως
adv. sobre el part. perf. pas. de διαχωρίζω por separado, separadamente
πρώην δ. ἐχόρευον ἄνδρες τε καὶ γυναῖκεςPorph.ad Il.p.231,
glos. a διακεκριμένωςSud.,
glos. a διακριδόνSch.Opp.H.1.498,
δ.·separatim, Gloss.2.271.
πρώην δ. ἐχόρευον ἄνδρες τε καὶ γυναῖκεςPorph.ad Il.p.231,
glos. a διακεκριμένωςSud.,
glos. a διακριδόνSch.Opp.H.1.498,
δ.·separatim, Gloss.2.271.