διακεντητέον
cirug. hay que punzar
(τὰς φλυκταίνας)Anon.Med.Acut.Chron.5.3.11,
τὴν σάρκα τὴν περὶ τοὺς ὄνυχας δ. ὥστε ἀφαιμάξαιGp.17.19.2, cf. Anat.Bub.19.2.
(τὰς φλυκταίνας)Anon.Med.Acut.Chron.5.3.11,
τὴν σάρκα τὴν περὶ τοὺς ὄνυχας δ. ὥστε ἀφαιμάξαιGp.17.19.2, cf. Anat.Bub.19.2.