διακελεύομαι
• Morfología: [tard. v. act. POxy.2919.7 (III d.C.), Sud.]
1 exhortar vehementemente, requerir c. ac.
οὐ τοῦτό σοι διεκελευόμηνyo no exhortaba a eso Pl.Euthphr.6d,
διακελευσαμένου τοῦτο τοῦ ... Ἀδριανοῦ βασιλέωςAth.574f, c. inf.
ἀνθάπτεσθαι τῶν πραγμάτωνTh.8.97,
σπουδάσαι ... περὶ τὸν αὑτοῦ λόγονPl.Tht.168d,
τῶν ... πόλεων ... ἀπέχεσθαιPlb.18.47.1,
τὴν ἡσυχίαν ἔχεινPlu.2.1047c, cf. Sull.2.453b,
ἀνέχεσθαι τὰς περιωδυνίαςD.H.20.5,
μηδένα παριέναιD.H.4.4,
λῃστὰς ... διακελεύσασθαι τὰς κόρας ἁρπάσαιD.S.4.27, cf. 13.2,
διακελεῦσαι καταταγῆναί μ[εPOxy.l.c., c. inf. y dat. de pers. o personif.
τοῖσι ἰοῦσι εἶναι ὡς προθυμοτάτοισιHdt.1.36,
διακελευσάμενος ἑαυτῷ τολμᾶνX.Cyr.1.4.13,
τῷ ὑμετέρῳ πλήθει ... ἐμμένεινLys.25.28, cf. D.17.12,
τοσοῦτον ὑμῖν ἔτι διακελεύομαι μνημονεύεινIsoc.18.45,
αἷς (κοιναῖς ὁμολογίαις) ἐγὼ διακελεύομαι, ... πείθεσθαιD.17.30,
τοῖς ... ἡγεμόσιν κτείνειν ... τοὺς ἐντυγχάνοντας τῶν ῬωμαίωνPlb.8.30.4,
σοι ... ἀντέχεσθαιAnaximen.Rh.1421a16, cf. D.S.2.16, 4.51, 13.71, I.AI 19.285, c. el inf. impl.
οὐτ' ἄλλου ἀκοῦσαι λέγοντος οὕτως ὡς σὺ διακελεύῃPl.Tht.148e,
σοι διακελεύομαι περὶ τῶν αὐτῶνIsoc.9.78, c. dat. e interr. indir.
τοῖς μαθηταῖς τίνων ἀφεκτέονClearch.78
•c. ὅπως y fut., Pl.R.549e, Anaximen.Rh.1421a28.
2 dar ánimos sólo c. dat. de pers.
τοῖς θέουσιPl.Phd.61a,
ἀλλήλοιςX.An.4.8.3, Paus.6.23.8, Philostr.VA 1.15,
ἑαυτοῖςPlu.2.549b
•abs. darse ánimos
(φασί) τοὺς Φοίνικας διακελευσαμένους ὁρμῆσαι ἐπ' αὐτάςHdt.1.1.