διακεδάννυμι
• Morfología: [sólo en tm.; v. tb. διασκεδάννυμι]
1 esparcir, desparramar
ἄελλαι νηὸς ... διὰ δούρατα πάντ' ἐκέδασσανA.R.2.1126, cf. Q.S.12.567.
2 destrozar, hacer trizas
κείνην (νῆα) ... διὰ κῦμ' ἐκέδασσεA.R.2.1189,
σε Τρῶες ἀμφιτόμοις ξιφέεσσι διὰ μελεϊστὶ κέδασσανQ.S.5.208, cf. 6.380
•fig. asolar
τὰ μὲν διὰ πάντα κέδασσεν ἥδ' ὀλοὴ βούβρωστιςEpic.Alex.Adesp.4.19.
3 alejar, disipar
ὀλοὸν ... κῶμαNic.Al.458.