διακατοχή, -ῆς, ἡ


posesión, acción de poseer ἡ χρῆσίς ἐστι πλοῦτος, οὐχ ἡ δ. μόνον καὶ ἀχρησία Anon.in Rh.17.37
ocupación de un territorio τῆς Σπανίας καὶ τῆς Γαλλίας Epiph.Const.Haer.66.83.9
jur. posesión conforme a derecho IEphesos 8.53 (I d.C.), esp. en la expr. δ. ὑπαρχόντων trad. de lat. bonorum possessio ref. a los derechos hereditarios en ausencia de testamento ἐρωτῶ ... δοῦναί μοι διακατοχὴν ὑπ[αρ]χόντων ... πατρός μου τετελευτηκότος ἀδιαθέτου POxy.1201.11, cf. 6 (III d.C.), cf. SB 9298.9 (III d.C.), 9862.11, 1010.10, PAmh.72.9, POxy.1725.4 (todos III d.C.), Iust.Nou.18.5, Const.δέδωκεν 7, Cod.Theod.5.14.30.