< δϜιyακάσιοι
διακαταπονέομαι >
διακαταλείπω
legar
,
dejar en herencia
δια[κ]ατέλειψέ μοι ... κ[α]τὰ τὴν ἐπί σαι (l. σε) διαθήκην ... ἀρούρας τρεῖς
PHamb
.70.9 (II d.C.).