διακαρτερέω
1 intr. resistir, aguantar, permanecer firme hasta el final
διακαρτερέων ἐν τῇσι στοιῇσι ἐκαλινδέετοmanteniéndose firme en su actitud, erraba por los pórticos Hdt.3.52,
λιμῷEphor.175, c. part. pred.
ἡμέρας δέκα σαλεύων ... ἐπιπόνως διεκαρτέρησενPlu.Sert.7,
δέον τοὺς θεατὰς τῶν Ὀλυμπίων διακαρτερεῖν διψῶνταςLuc.Peregr.19
•c. giro prep.
ἐς τὸ ἔσχατονHdt.7.107,
εἰς τὴν πατρίδαpor la patria Lycurg.85,
ἐν τῇ συμμαχίᾳX.HG 7.2.1,
πρὸς τὴν μετὰ τῶν ἄλλων τύχηνI.BI 6.280,
διακαρτερεῖς πρὸς τὸ κρύοςLuc.Gall.23,
πρὸς τὸν ἀέραGr.Nyss.Bas.113.5,
ἐπὶ τοιούτῳ πάθειI.AI 16.379,
μέχρι πολλοῦ διακαρτερήσαντεςD.H.9.57
•c. ac. adv. de tiempo
οὐ δυνήσομαι διακαρτερῆσαι τηλικαύτην ἡμέρανAlex.235, cf. Isoc.17.55,
ἔτι πέντε ἡμέραςLXX Iu.7.30,
ὀλίγον διακαρτερήσαςLuc.Asin.9,
τὸ λειπόμενον μέρος τῆς ἡμέραςPlu.Crass.30, cf. 2.47a, Pythag.Ep.6.7, Ath.412c, D.H.1.27, D.C.51.8.5.
2 tr. soportar pacientemente
τοὺς αἰκισμούςLXX 4Ma.6.9,
κακοπάθειανPlb.36.16.4
•c. part. pred. perseverar, obstinarse en
ἐὰν διακαρτερῶμεν πολεμοῦντεςX.HG 7.4.8
•c. inf.
δ. μὴ λέγειν τἀληθῆobstinarse en no decir la verdad Arist.Rh.1377a4, cf. PSI 392.2 (III a.C.).