< διακαλέομαι
διακάλισις >
διακαλίνδω
• Morfología:
[aor. part. -καλίσας
IG
2
2
.1672.158 (Eleusis IV a.C.)]
transportar mediante rodillos
o simpl.
hacer rodar
ξύλα
IG
l.c.