διακαθίζω
1 tr. hacer sentar aparte, separadamente
διακαθίσας τις τοὺς γεωργοὺς καὶ τοὺς τεχνίταςX.Oec.6.6.
2 intr. asentarse, tomar posiciones un ejército
ἐπὶ ῬαββαθLXX 2Re.11.1
•
glos. a διφρεύωHsch.
διακαθίσας τις τοὺς γεωργοὺς καὶ τοὺς τεχνίταςX.Oec.6.6.
ἐπὶ ῬαββαθLXX 2Re.11.1
glos. a διφρεύωHsch.