διαιρέτης, -ου, ὁ
el que divide o distribuye
διαμερίζει τὸ ἐπιβάλλον ἀγαθὸς δ. ὑπάρχωνCorn.ND 27,
κληρούτωσαν ... ἄνδρας πέντε διαιρέτας τῶγ κτημάτωνIEphesos 4A.9 (III a.C.),
δικαιοσύνη ... τοῦ πρὸς ἀξίαν δ.la justicia que reparte premio y castigo Gr.Naz.M.36.129C,
διαιρέται γὰρ οἱ δεύτεροι τρεῖς τῶν προτέρων τριῶνDam.in Prm.273,
δ.·diuisor, expunctor, Gloss.2.271
•ref. a los herejes que dividen la naturaleza de la Trinidad
οἱ τῆς ἀτμήτου φύσεως διαιρέταιlos que dividen la naturaleza indivisible Gr.Naz.M.37.1109A,
διαιρέται ... τῆς θεότητοςChrys.M.50.704.