διαιρετός, -ή, -όν
• Morfología: [-ός, -όν S.Tr.163]
I
op. σύνθετοςX.Cyr.4.3.20,
ἀμφορεῖς δύο ... διαιρετοίdos ánforas separadas para las votaciones, Arist.Ath.68.3.
2 dividido, distribuido
μοῖραν πατρῴας γῆς διαιρετόνS.l.c.,
διαιρεταὶ τυραννίδεςtiranías repartidas ref. a la oligarquía pura y a la democracia extrema, Arist.Pol.1312b37.
II
οὐδὲ διαιρετόν ἐστιν, ἐπεὶ πᾶν ἐστιν ὁμοῖονParm.B 8.22,
ψυχήArist.de An.411b27, cf. Ph.1.209,
σύνθετον εἰς ἅπερ (μέρη) καὶ δ.Aristox.Harm.75.16, cf. Numen.11.13,
τριχῇ τὸ στερεὸν δ.lo sólido es divisible en tres Ph.1.44,
op. ἀδιαίρετος: πᾶν συνεχέςArist.Ph.231b16, EN 1106a26,
τὴν δὲ ἀρχὴν ἐπ' ἄπειρον διαιρετήνThphr.Fr.25
•subst. τὸ δ. la divisibilidad
op. τὸ ἀδιαίρετονArist.APo.92a23
•mús. la divisibilidad
τῆς ὕληςAristid.Quint.111.26
•divisible, desmontable en piezas
ποτάμια πλοῖαD.S.2.16,
ναῦςD.S.2.17.
2 fig. que se puede definir o determinar
νομίζειν τὰς προσπιπτούσας τύχας οὐ λόγῳ διαιρετάςTh.1.84.
III adv. -ῶς
1 de manera indivisible Dam.in Prm.179, Gr.Thaum.Fid.Cap.p.146.18, Felix III Ep.P.p.20.30.
2 de forma diversa
τὴν ἔλλαμψιν ... συναπτομένην δ.Gr.Naz.M.36.28A.