< Δίαιος
διαϊπ[νίτης] >
διαιπετής
,
-ές
caído del cielo
c. gen.
ἀστὴρ ὠρανῶ δ.
Alcm.3.67.
• Etimología:
Forma correspondiente a διιπετής por intermedio de *διειπετής.