διαθάλπω
calentar enteramente, penetrar de calor
οἶνος ... ἡσυχῆ δὲ διαθάλπωνPlu.2.799b,
ἡ μὲν (sc. τῆς ζωῆς δύναμις) διαθάλπει τὸ πᾶν τῇ θερμότητιGr.Nyss.M.44.241C, en v. pas.
ὅταν μὲν γὰρ ἡ θέρειος (sc. ὥρα) ... διαθάλπηται (por el sol), Heraclit.All.8,
(τὸ ὄστρεον) ἐν ἀπηνέμοις χωρίοις ... διαθαλπόμενονBasil.Hex.7.3.