διαθρέω
mirar atentamente, examinar minuciosamente c. ac.
ἔργα γυναικόςh.Cer.144,
συμφορὰς τὰς τῶν πέλαςE.Fr.102,
τοὺς ἀνέμουςAr.Eq.543,
τὰς σκηνὰς καὶ τὰς διόδουςAr.Th.658,
τοὺς ἀγρούςAel.VH 3.28,
τὰ δὲ σύμβολα καὶ τὰ μαρτύριαPh.1.598,
τὴν ὄπισθεν εὐμορφίανLuc.Am.13,
τὰς μείζους ... βίβλους διαθρεῖνleer atentamente la mayoría de los libros Epicur.Ep.[2] 35
•c. εἰς y ac.
διαθρήσας εἰς τὸν οὐρανόνEun.VS 472
•abs.
φρόντιζε δὴ καὶ διάθρειAr.Nu.700, cf. Hsch.s.u. †διάθονται.