διαθολόω
oscurecer, nublar
τὰς ὄψειςPlu.Eum.16,
τὸ φέγγος (τῆς σελήνης)Plu.Fr.157.4, en v. pas.
θαλάττης διαθολωθείσηςoscurecido el mar (por la tinta de la sepia), Plu.2.978b,
τὸ σχῆμα καὶ τὸ χρῶμα τέλεον διατεθολωμένοι καὶ ῥυπῶντεςOrigenes Comm.in Mt.10.7
•enturbiar en metáf.
τὸν ἐν τῇ ψυχῇ αἰθέραPhilostr.VA 1.8.