διαθλίβω


1 atribular totalmente, destrozar φῶτα διαθλίβουσιν ἀνῖαι Call.Fr.714.1, σάρκα ref. a las penas del infierno, Origenes M.17.224B.

2 apretar, presionar τὸ ταῖς χερσὶ διαθλίβειν glos. a βλιμάζειν Harp., ἐμβαλεῖν ταμίσου τὸ σύμμετρον καὶ διαθλῖψαι τοῖς δακτύλοις Orib.Inc.32.12
en v. pas., medic. (ὄγκος) διαθλιβόμενος Aët.16.103.