διαθιγή, -ῆς, ἡ
fil. contacto mutuo de los átomos, organización como sinón. de τάξις:
διαφέρειν γάρ φασι τὸ ὂν ῥυσμῷ καὶ διαθιγῇ καὶ τροπῇ μόνον· τούτων ... ἐστιν, ἡ δὲ δ. τάξιςArist.Metaph.985b16 (= Leucipp.A 6), cf. 1042b14, Simp.in Ph.28.18 (= Democr.A 38),
ὁρῶμεν δὲ τὸ αὐτὸ σῶμα συνεχὲς ὂν ... οὐ ... τοῦτο παθὸν οὐδὲ τροπῇ καὶ διαθιγῇArist.GC 327a19 (= Democr.A 38), cf. Arist.GC 315b35,
ὠνόμαζε ... διαθιγὴν δὲ τὴν τάξιν τῷ τὰς μὲν εἶναι πρώταςDemocr.Fr.O.