< διαθέω
διαθήγω >
διαθεωρέω
examinar detenidamente
τὴν φύσιν] ... αὐτῶν
Epicur.
Fr
.[72] 9,
ὅθεν ἂν μάλιστα τὸ πλεῖον αὔξοι[το
Phld.
Oec
.19.6,
τὴν πιθανὴν φαντασίαν
S.E.
M
.7.438, el pulso, Gal.8.944.