διαθερμαίνω
I
τὴν κοιλίην δ. καὶ τὴν κύστινHp.Aër.9, cf. Pl.Ti.65e, Arist.Pr.880b11, en v. pas.
διαθερμαίνεται ὑπ' αὐτοῦ (τοῦ πύου) τὸ σῶμα πᾶνHp.Morb.1.15, gener.
αἳ δὲ ὑπὸ τοῦ ἡλίου διαθερμαινόμεναιDemocr.B 5.2
•abs. producir calor
πόνοι ... ἡσυχῇ διαθερμαίνοντεςHp.Vict.1.32,
(ὁ ἥλιος) ἀπὸ δὲ μέσου ἡμέρας ... συμμετρότατα ἔχει πρὸς τὸ διαθερμᾶναιArist.Pr.944a19, cf. LXX Ex.16.21,
(τὸ δίκταμνον) διαθερμαίνει γὰρ ἀπὸ μικροῦ σφόδραThphr.HP 9.16.2.
2 ref. a pers., fig. encender el ánimo, exaltar, inflamar
τὴν ψυχήνPl.Phdr.253e,
ἐκείνους ὁ μὲν Κάτων ... διεθέρμαινενPlu.Cat.Mi.61
•frec. ref. a la bebida
οἴνου πολλοῦ διαθερμαίνοντος αὐτοῦ τὴν ψυχήνAristaenet.1.25.17, en v. pas.
τὸν Αἰσχύλον φασὶ τὰς τραγῳδίας πίνοντα ποιεῖν καὶ διαθερμαινόμενονPlu.2.622e, cf. D.19.197.
II en v. med.-pas.
1 calentarse, entrar en calor, recobrar el calor en el catarro
ἐκ μὲν τῆς ψύξιος διαθερμανθῆναιHp.VM 18, en la digestión
ὅταν τὰ σιτία διαθερμαίνηταιHp.Vict.3.78,
ὅπως μὴ βιαίως διαθερμαίνονται (σάρκες)Hp.Vict.2.66, en la masticación
(τὰ ξηρά) διαθραυόμενα ... καὶ διαθερμαινόμεναThphr.CP 6.9.3, cf. Hp.Epid.1.26.11, Int.51, Nat.Puer.12,
καὶ διεθερμάνθη ἡ σὰρξ τοῦ παιδαρίουy el cuerpo del niño entró en calor LXX 4Re.4.34,
ἕως διεθερμάνθη ἡ ἡμέραLXX 1Re.11.11
•calentarse en exceso
τὸ ὀστέονHp.Art.50.
2 fig., ref. pers. inflamarse, conmoverse
ἐρωτικῶς διεθερμάνθηAristaenet.2.18.7,
διεθερμάνθητε νῦν, ἐδακρύσατεChrys.M.54.694, cf. 60.614.