διαζωγραφέω


1 pintar, dibujar ἐκεῖνο Pl.Ti.55c, τὸν Ἰάλυσον Ael.VH 12.41, ὡς κύνα τὸν Σείριον Dam.Isid.70, en v. pas., Ph.2.146
adornar con bordados χρυσῷ τὸν χιτῶνα Lyd.Mag.2.4.

2 fig. describir con colorido τὰ τοιαῦτα Anon.Hier.Luc.13.7, τὸν Ἕκτορα ... ὁ ποιητὴς οὕτω διαζωγραφεῖ Eust.644.33.