< διαζηλόομαι
διαζήμιον >
διαζηλοτυπέομαι
mantener enemistad con
,
rivalizar
οἱ δὲ διαζηλοτυπούμενοι πρὸς τὸν Σκιπίωνα
Plb.36.8.2
•
c. dat.
ἡ Λαὶς Φρύνῃ
Ath.588e.