διαείδομαι
• Alolema(s): διείδομαι Call.Del.191, A.R.1.546


1 hacerse visible, mostrarse, verse ἔνθα μάλιστ' ἀρετὴ διαείδεται Il.13.277, cf. Aret.SD 1.1, c. tm. διὰ πλατὺς εἴδετο Πόντος A.R.2.579, ἔστι διειδομένη τις ἐν ὕδατι νῆσος Call.l.c., ἀτραπὸς ... διειδομένη πεδίοιο A.R.1.546, cf. Hsch.δ 1010.

2 tr. dejar ver, mostrar algo propio ἣν ἀρετὴν διαείσεται Il.8.535.