< διαγώνισις
διαγωνιστέον >
διαγωνισμός
,
-οῦ, ὁ
1
molestia
,
padecimiento
medic.
δ. τῆς κοιλίας
Aët.9.30.
2
δ.·
dimicatio
,
Gloss
.2.270.