< διαγυμνάζω
διαγυμνόω >
διαγυμνασία
,
-ας, ἡ
ejercicio
αὐτάρκης δ.
Eus.
HE
10.4.15
•
práctica
,
actividad
διαστικὴ (l. δικα-) δ.
SB
7033.29 (V d.C.).