διαγρυπνέω
desvelarse o estar desvelado
σμικρὰ διαγρυπνήσασαteniendo algunos momentos de insomnio Hp.Epid.7.120,
διαγρυπνοῦσι δὲ τῶν ποιμνίων χάρινStr.16.4.17,
ὁ διαγρυπνῶν ἈγαμέμνωνPosidon. en Gal.5.400,
μοὶ διαγρυπνοῦντι τούτων ἕνεκαLuc.Nec.6, cf. Porph.Abst.1.27,
ὑπὸ τῶν συνεχόντων φροντισμάτων διαγρυπνοῦσαHld.6.14.2
•c. gen. temp.
νυκτὸςAr.Ra.931
•c. ac.
τὰς νύκτας διαγρυπνῶνPlb.21.26.11, D.S.2.25
•mantenerse despierto, velar
ὁ διαγρυπνήσαςCallippus 1,
διηγρύπνει δὲ καὶ Μωυσῆς ἀναδιδάσκων τὸν ἸησοῦνI.AI 3.50,
ὥστε ... ἐνίους ἀσίτους διαγρυπνῆσαι μετ' ἀλλήλωνPlu.Cat.Mi.27,
εἰς ὕπνον τρεπομένων αὐτὸς διαγρυπνῶνpermaneciendo despierto mientras ellos se iban a dormir, A.Andr.Gr.8.12,
μέχρι τῆς ἕωSch.Ar.Eq.277a
•c. ac. de tiempo
διαγρυπνεῖν τὰς τηλικαύτας ἡμέραςCrates Gr.Fr.37a,
τὴν ἡμέραν καὶ τὴν νύκτα διηγρύπνησεν ἐν τοῖς ὅπλοιςpermaneció día y noche despierto con las armas D.S.14.105,
ὥστε τὰς νύκτας ἅπαντας διαγρυπνεῖν φυλάττοντας τὴν πόλινde forma que pasaban todas las noches en vela vigilando la ciudad D.S.11.24.