διαγριαίνω


hacer feroz o cruel μὴ διαγριαίνειν μηδὲ τυραννικὴν ποιεῖν τὴν ἡγεμονίαν Plu.Galb.17, en v. pas. τὰ πάθη τὰ τῆς ψυχῆς διαγριαινόμενα Plu.2.465c
exasperar, irritar τῆς Κλεοπάτρας ἐκκαλουμένης αὐτὴν καὶ διαγριαινούσης provocándolo e irritándolo Cleopatra (al áspid), Plu.Ant.86, en v. pas. τὸν ὄχλον ἤδη διαγριαινόμενον Plu.Brut.20.