διαγραμμίζω
dividir mediante líneas, de aquí jugar a las damas o un juego semejante
μεθύει, διαγραμμίζει, κυβεύειPhilem.175, cf. Moer.290 (cj.), Poll.9.99, Eust.634.1.
μεθύει, διαγραμμίζει, κυβεύειPhilem.175, cf. Moer.290 (cj.), Poll.9.99, Eust.634.1.