διαγορεύω


1 prescribir, ordenar, estipular esp. ref. a mandatos legales o relig. ὡς ὁ νόμος διαγορεύει LXX Su.61, cf. Anaximen.Rh.1422b3, Iul.Or.1.3d, τόσας γὰρ διαγορεύει τὸ νόμιμον la costumbre prescribe este número (de días), I.AI 17.200, ἐπεὶ θάνατον ἦν διαγορεύοντος ἡ πρόσταξις pues sería el mandato de alguien que ordenase morir Ph.1.437, τῶν θείων διατάξεων ... σαφῶς διαγορευουσῶν ... BGU 473.16 (II d.C.)
c. or. de inf. ζώσας κατορύττεσθαι τὰς τοιαύτας ὁ τῶν ἱερῶν διαγορεύει νόμος D.H.1.78 (var.), τῷ δὲ μειρακίῳ καὶ διηγόρευσεν ἐπὶ τούτοις κατιέναι πάλιν ἢ μὴ κατιέναι ordenó al joven que volviese bajo estas condiciones o que no volviese Plu.CG 16, νόμος διαγορεύει τὰ τοιαῦτα ἄδοτα γράμματα ἀνίσχυρα εἶναι PStras.560.6 (IV d.C.)
c. μή e inf. prohibir que νόμου τινὸς παλαιοῦ διαγορεύοντος μὴ δανείζειν ἐπὶ τόκοις aunque una antigua ley prohibía los préstamos a interés App.BC 1.54, cf. PGrenf.1.37.24 (II a.C.), λύτρα παρὰ ἀνδροφόνου ... διαγορεύει ὁ νόμος μὴ ἐξεῖναι λαμβάνειν ἐπὶ μειώσει τῆς τιμωρίας Ph.2.324
en v. pas. οὐδὲ ἐν ἴσαις τιμαῖς διαγορευόμενοι φαῦλοι καὶ σπουδαῖοι ni aunque se estipule que buenos y malos tienen los mismos derechos Pl.Lg.757a, καθ[ό]τι ἐν τῷ διαγράμματ[ι] διηγόρευται COrd.Ptol.21.31 (III a.C.), τοῖς πάλαι διηγόρευται νόμοις, ὥστε ... en las antiguas leyes se prescribe que ... Iust.Nou.58
τὰ διηγορευμένα ref. a edictos imperiales τὰ περὶ τούτων θείως διηγορευμένα PAgon.3.46 (III d.C.), ἀκολούθως τοῖς διηγορευμένοις PAgon.9.12 (III d.C.), παρὰ τὰ διηγορευμένα IEphesos 215.10 (II/III d.C.), τὰ θειωδῶς ὑπὸ τῶν νόμων διηγορευμένα PMasp.151.57 (VI d.C.)
ref. a contratos civiles estipular τῆς διαγραφῆς τῆς μισθώσεως διαγορευούσης «ἀκίνδυνον πλὴν ἀβρόχου καὶ καταβρόχου» pero al estipular el contrato de arriendo «a salvo de todo riesgo, excepto los de inundación insuficiente o excesiva», PEnteux.59.4 (III a.C.), ὡς ἡ συγγραφὴ διαγορεύει como estipula el contrato, PPetr.2.32.1.26 (III a.C.) en BL 1.368
en v. pas. ἀκ[ο]λούθ[ω]ς τοῖς διὰ τῆς μισθώσεως διηγορευμένοις PUniv.Giss.5.13 (II a.C.), ἐπὶ τοῖς διηγορευμένοις según los términos del contrato PTeb.105.30 (II d.C.).

2 declarar, afirmar c. ac. y pred. κἀκ τῶν σφυγμῶν, ὧν τὴν μὲν εὔτακτον κίνησιν ὑγίειαν τοῦ ζῴου διαγορεύουσι Aristid.Quint.89.19, c. or. de inf. διηγόρευον ἑαυτοὺς εἶναι τῶν τὰ Δίωνος φρονούντων declaraban ser partidarios de Dión D.S.16.17
explicar, exponer en v. pas. αἱ πλείους γνῶμαι διηγορεύθησαν la mayor parte de las opiniones fueron expuestas D.H.11.19
hablar μεγάλῃ τῇ φωνῇ διαγορεύει κακῶς Πλάτωνα Luc.Pisc.26 (cód.).

3 decir algo diferente Ἰσαῖος ... κέχρηται τῷ διαγορεύων ἀντὶ τοῦ διάφορα καὶ οὐ τὰ αὐτὰ λέγειν Is.Fr.20B.-S.