διαγνώμων, -ον
• Morfología: [gen. -ονος]
1 que distingue, que da pruebas de atención c. gen.
ὁσίων δὲ διαγνώμονεςAntipho 3.3.3.
2 subst. ὁ δ. árbitro
κριτήν τε καὶ διαγνώμονα ποιεῖσθαι τὸν ἱερουργόνCyr.Al.M.68.884A,
γίνου δ. μοιRom.Mel.49.ιθʹ.6,
δοκιμασία τοῦ κοινοῦ διαγνώμονοςPMich.659.56, cf. 81, 99 (VI d.C.), Cod.Iust.8.10.12.7a, Iust.Nou.125.1.