διαγεύω
I en v. med. gustar, degustar, catar
πρὸς τὸ ἄριστον ὀξίνην ἐζήτει διαγευόμενοςPlu.2.469c,
τοὺς οἴνουςGp.7.7.1
•c. gen.
οἴνουGal.8.944.
II en v. act.
1 hacer gustar a uno de, dar a probar c. gen.
τῆς φωνῆς αὑτοῦ διέγευσε καὶ τοῦ μέλουςEun.Hist.48.1.
2 ingerir en v. pas.
τῆς τροφῆς ... διαγευθείσηςDidym.in Eccl.324.27.