διαγελάω
1 reírse de, burlarse de, ridiculizar
ὃν σὺ διαγελᾷςE.Ba.272, 322,
οὕτω Μένων ἠγάλλετο ... τῷ φίλους διαγελᾶνX.An.2.6.26, cf. Plb.15.22.4,
ἀναθεωροῦντες τὴν κακίαν τῶν ποιημάτων, διεγέλων τὸν ΔιονύσιονD.S.14.109, cf. Luc.Nigr.33,
διαγελᾷ καὶ φλαυρίζει τὸν Σωκράτην ζητοῦνταPlu.2.1118c,
τῶν ἰαμάτων τινὰ διεγέλα ὡς ἀπίθανα καὶ ἀδύνα[τα ἐόν]ταIG 42.121.35 (Epidauro IV a.C.),
τὰ διαδεδ[ο]μένα [ἱερ]άPhld.Piet.729,
αἱ γυναῖκες ἀνέφερον τῷ βασιλεῖ, διαγελῶσαι τὴν ἀσχημοσύνηνI.AI 16.223,
διεγέλα καὶ παιδιὰν ἐποιεῖτο τὴν σπουδὴν τοῦ δήμουLuc.Pseudol.16, c. ac. adverb.
ἡδὺ διαγελῶνS.Fr.171.3.
2 intr. reír, exultar, fig., de elementos de la naturaleza estar resplandeciente, brillar
διαγελώσης δὲ τῆς ὥραςThphr.HP 8.2.4, cf. CP 1.12.8,
ἡμέρας ἄρτι διαγελώσηςHld.1.1.1., cf. Procop.Aed.1.1.41, del agua
περιλάμπεται καὶ διαγελᾷPlu.2.950b,
βυθοὶ ποταμῶν διαγελῶσινPlu.2.952f, en una metáf.
τῆς πολιτείας ὥσπερ θαλάττης τὰ διαγελῶνταel aire alegre de la política como el del mar Plu.Caes.4.