< διαγγελτέον
διαγειτονία >
διαγγελτήρ
,
-ῆρος, ὁ
mensajero
οἱ δὲ διαγγελτῆρες ὑπαὶ ποσὶ κοιμήσονται
Orac.Sib
.7.33.