διαβόσκω
• Morfología: [fut. διαβοσκήσω Socr.Ep.19]
1 dar de comer, alimentar
ὥστε ἡμᾶς διαβόσκειν τοὺς ἐργάταςPCair.Zen.838.7 (III a.C.),
τὰ παιδάρια [διαβό]σκεινPCair.Zen.509.13 (III a.C.),
ἐπὶ θύμοις καὶ ἀλφίτοις διαβόσκειν τὴν γαστέραAlciphr.3.4.6
•c. suj. del alimento alimentar, sustentar
τὰ ὄντα ἡμᾶς διαβοσκήσειlos (alimentos) que hay nos procurarán el sustento Socr.l.c.,
ὄροβοι δ' ὤνιοι καὶ τὰ ἐς βρῶσιν ἀναγκαῖα διέβοσκεν αὐτούςPhilostr.VA 1.15
•abs. apacentar el ganado, PMichael.45.43, PMasp.112.15 (ambos VI d.C.).
2 en v. med. alimentarse
ἀπὸ τῶν ἰχθύων, οὓς διαβόσκεσθαί φασι ῥύδην καὶ ἀγεληδόνHarp.s.u. ἀγελαίων.