διαβόητος, -ον
1 conocido, célebre, famoso ref. a cosas y abstr.
χρησμόςPlu.Lyc.5,
ὁ μέλλων γάμοςX.Eph.1.7.3, cf. 5.9.8,
διαβόητα δ' ἐστὶν καὶ τὰ ἐπὶ Κρατίνῳ τῷ Ἀθηναίῳ γενόμεναAth.602c,
τὰ διαβόητα τρία βιβλίαD.L.8.15,
τοῦ φόνου διαβοήτου γενομένουHdn.4.4.8,
ἡ φήμηHdn.5.3.10, cf. Didym.Gen.211.1, Sch.A.R.1.1068-9
•ref. pers.
ἐπὶ δικαιοσύνῃI.AI 9.182,
ἐφ' ὥρᾳ καὶ λαμυρίᾳPlu.Luc.6, cf. Luc.Alex.4, D.Chr.3.72, A.Io.20.3,
ἐπ' εὐταξίᾳ καὶ σωφροσύνῃ δ. ἦν ὑμῶν ἡ πόλιςD.Chr.33.48, cf. 31.39,
ἐπὶ κακίαιςCPR 5.4ue.1 (III d.C.),
ἐπὶ καλοῦ καὶ ἐπὶ κακοῦLex.Vind.s.u. ἐπιβόητος.
2 celebrado
ἦν δὲ δ. τοῖς θεωμένοις ἅπασιν Ἀνθία ἡ καλήX.Eph.1.2.7,
νίκηI.AI 7.309, 8.284.