< διαβοάω
διαβοητικός >
διαβόησις
,
-εως, ἡ
vocerío
,
clamor
ῥιπτασμὸς καὶ δ.
Plu.2.455b, cf. Const.
Or.S.C
.11,
τῶν πολλῶν
Aristid.Quint.68.16.