διαβουκολέω
1 en v. act. embaucar
αὐτούςLuc.DMort.15.2.
2 en v. med. entretenerse, dejarse seducir
ἐάν τις ... διαβουκολῆται Ἀριστοτέλει καὶ ΘεοφράστῳThem.Or.21.255d.
αὐτούςLuc.DMort.15.2.
ἐάν τις ... διαβουκολῆται Ἀριστοτέλει καὶ ΘεοφράστῳThem.Or.21.255d.