< διάβολος
διαβομβέομαι >
διαβολότης
,
-ητος, ἡ
forma propia del diablo
οὐ προσῆλθε τῇ Εὔᾳ γυμνῇ τῇ ἑαυτοῦ διαβολότητι
Ath.Al.M.28.793C.