< διαβλάστησις
διαβλέπω >
διαβλασφημέω
pronunciar blasfemias
c. ac. int.
πολλὰ κακὰ διαβλασφημοῦντες εἰς αὐτὸν ἔλεγον
Hippol.
Ben.Iac
.26 (p.104.6).