διαβητίζομαι


arq. nivelar, poner a nivel διαβητιζόμενος κατὰ κεφαλὴν ἀπὸ τῆς ὑ[παρχού]σης περιτενείας τῶν καταστρωτήρων nivelando en su cara superior partiendo del nivel existente de las baldosas, IG 7.3073.186 (Lebadea II a.C.).