διαβαστάζω
1 sopesar
διαβαστάσαντα τὴν ὁλκὴν τοῦ χρυσίου σκέψασθαιPlu.Dem.25, cf. Luc.Sat.33,
τὸ ἀνθηρότατονVett.Val.211.5
•alzar, levantar en brazos A.Andr.et Matt.16
•llevar, transportar
ἡ κινητικὴ τοῦ ἐλέφαντος αἰτία, τηλικοῦτόν γε ὄγκον διαβαστάζουσαS.E.M.9.116, cf. Aq.Is.51.18, Sm.Ex.15.13, en v. pas.
τὸ ὕδωρ διαβασταζόμενον ἐκ τῆς γῆςVett.Val.154.11, cf. Eus.M.23.373A.
2 fig. sostener, sustentar
ἐν τῇ ἀλγηδόνι ὄντα τὸν ἀδελφὸν διαβαστάζωνAth.Al.M.28.585C,
τὴν τοῦ θεοῦ ἐκκλησίανEus.Is.49.23, cf. Chrys.M.51.51,
(στύλοι) οἱ τὸν τῆς σοφίας οἶκον διαβαστάζοντεςGr.Nyss.Hom.in Cant.417.19
•soportar, aguantar
τὰ ἀσθενέστερα (τῶν μελῶν)Basil.M.31.1421B
•en v. med. mismo sent.
τὸ σῶμα ἀναπαύλαις διαβασταζόμενον παρίεταιel cuerpo marcha aguantando a base de momentos de reposo por op. al alma que no puede cansarse, Clem.Al.Paed.2.9,
ἂν ... ἐκεῖνα βλαβῇ, καὶ διαβαστάζεται καὶ πρὸς ὑγιείαν ἐπάνεισιsi aquéllos (el ojo o la nariz) son dañados, resisten y sanan Chrys.M.61.259, cf. Epiph.Const.Haer.59.4.8.