διέκπλοος, -ου, ὁ
• Alolema(s): contr. διέκπλους Th.2.83
I
διέκπλοον δὲ ὑπόφαυσιν κατέλιπονHdt.7.36, cf. Pl.Criti.115e,
δ. τῶν βραχέωνHdt.4.179,
αἱ Κυάνεαι ... τραχὺν ποιοῦσαι τὸν διέκπλουν τὸν διὰ τοῦ Βυζαντιακοῦ στόματοςStr.1.2.10,
ὁ γὰρ δ. ἀπελείφθη μιᾷ νηίD.S.13.47,
ἀπέκλεισαν τὸν διέκπλουν τοῦ λιμένοςPlu.Nic.24, en lugares pantanosos entre cañaverales, Hld.1.6.2.
2 navegación, travesía
ἐν τῷ διέκπλῳ τῷ μέχρι δεῦροmientras navegaba hacia aquí Hld.1.27.3.
II en táct. naval, maniobra de ruptura de la línea pasando con la propia nave entre dos naves enemigas
διέκπλοον ποιεύμενος τῇσι νηυσὶ δι' ἀλληλέωνrealizando con las naves la maniobra de romper mutuamente sus líneas Hdt.6.12, cf. 8.9,
ἐτάξαντο κύκλον τῶν νεῶν ὡς μέγιστον οἷοί τ' ἦσαν μὴ διδόντες διέκπλουνTh.l.c., cf. 1.49, 7.36, X.HG 1.6.31,
κατὰ μὲν τὰς διέκπλους παρασύροντες τῶν πολεμίων νεῶν τοὺς ταρσοὺς ἠχρείουνPlb.16.3.14, cf. D.C.49.3.2.