< Δηϊάρης
Δηϊδάμεια >
δηϊάω
• Morfología:
[impf. iter. 3
a
plu. δηιάασκον A.R.2.142]
saquear
,
rapiñar
,
arrasar
σταθμούς τε καὶ αὔλια
A.R.l.c.