< δηὖτε
δηφηνδεύω >
δηφήνδευσις
,
-εως, ἡ
• Grafía:
graf. δηφηντ-
SB
13173.68 (VI d.C.)
jur.
defensa
legal
τῆς παρούσης πράσεως
SB
l.c.