δημόσῠνος, -η, -ον
del pueblo, público dud., quizá epít. de Ártemis (aunque tal vez sent. adv. públicamente, a expensas públicas)
Ἀμβρόσιος καὶ Διοπείθης δημοσύνῃ με ἀνέθηκαν ἈρτέμιδιCEG 784.1 (Ática IV/III a.C.).
Ἀμβρόσιος καὶ Διοπείθης δημοσύνῃ με ἀνέθηκαν ἈρτέμιδιCEG 784.1 (Ática IV/III a.C.).