δημόκοινος, -ον
I vulgar, ordinario de una comida, Lyc.Fr.2.9.
II subst. ὁ δ.
1 ejecutor público, verdugo
οἷος γὰρ ἡμῶν δ. οἴχεταιS.Fr.780,
τῷ γὰρ δημοκοίνῳ ... παρεδόθηAntipho 1.20, cf. Isoc.17.15, Plu.2.552f, 828f, Hdn.Philet.195, fig.
ἀνδροφόνων καὶ δημοκοίνων θίασοςPh.2.559.
2 puto Hsch.